-
1 ἐπί-στροφος
ἐπί-στροφος, 1) umdrehend, in Bewegung setzend, τὸν ἐπίστροφον τῶνδε, den Anstifter, Aesch. Ag. 386, od. der damit verkehrt. Also – 2) verkehrend, Umgang habend, ἀνϑρώπων, mit den Menschen verkehrend, Od. 1, 177, wo Schol. erkl. ἐπιστροφὴν καὶ ἐπιμέλειαν ἐποιεῖτο ἀνϑρώπων od. οὗ λόγον ἅπαντες ἐποιοῦντο; ἐπίστροφος ὁδαίων 8, 163, der sich mit Waaren abgiebt, wo Wolf ἐπίσκοπος aufgenommen hat. Auch – 3) wie ἐπιστρεφής, sich umwendend, gekrümmt, κέλευϑος Ap. Rh. 2, 979; ὅρμος D. Per. 75. – Adv. ἐπιστρόφως, wie ἐπιστρεφῶς, sorgsam, Ephipp. bei Ath. IX, 370 d.
-
2 ἐπίστροφος
ἐπί-στροφος, (1) umdrehend, in Bewegung setzend, τὸν ἐπίστροφον τῶνδε, den Anstifter od. der damit verkehrt. (2) verkehrend, Umgang habend, ἀνϑρώπων, mit den Menschen verkehrend; ἐπίστροφος ὁδαίων, der sich mit Waren abgibt. (3) wie ἐπιστρεφής, sich umwendend, gekrümmt. Adv. ἐπιστρόφως, wie ἐπιστρεφῶς, sorgsam
См. также в других словарях:
επίστροφος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ιφίτου. Ο Όμηρος αναφέρει πως έλαβε μέρος με 40 πλοία των Φωκαέων στην εκστρατεία της Τροίας. 2. Γιος του Μακιστέα. Ήταν σύμμαχος των Τρώων, επικεφαλής των Αλιζώνων ή Αλαζώνων. 3. Γιος του Εύηνου, αδελφός… … Dictionary of Greek